- ζωοτροφείο
- τοτόπος όπου διατρέφονται ζώα, κτηνοτροφείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζωοτροφείο — το (Α ζωοτροφεῑον) [ζωοτρόφος] ο τόπος όπου διατρέφονται ζώα … Dictionary of Greek